- γούργουρας
- οβλ. γούργουρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γουργάρα — η φάρυγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λέξη (πρβλ. και γούργουρας)] … Dictionary of Greek
γούργουρος — και γούργουρας, ο (Μ γούργουρος) ο γούργουλας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ονοματοποιημένη από τον ήχο γουρ γουρ ή, κατ άλλους, από το λατ. gurgulio] … Dictionary of Greek